- πλησιάνθρωπος
- (plesianthropus). Γένος απολιθωμένων ανθρωποειδών πιθήκων που ανήκουν στην οικογένεια των αυστραλοπίθηκων και αναγνωρίστηκαν από ανθρωπολόγους την περίοδο 1930-40. Απολιθώματά τους βρέθηκαν από το δρα Μπρουμ στην πλειοπλειστόκαινο του Σερκφοντάιν, στο Τρανσβάαλ. Η κρανιακή χωρητικότητα του π. φτάνει τα 700 κυβ. εκατ.
* * *ο, Νανθρωπολ. παλαιότερη ονομασία τού είδους αυστραλοπίθηκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plesianthropus < πλησίος + άνθρωπος].
Dictionary of Greek. 2013.